- ἀκόλυμβος
- ἀκόλυμβος, ον,A unable to swim, Batr.158, Str.6.2.9, Plu.2.599b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακόλυμβος — ἀκόλυμβος, ον (Α) αυτός που δεν είναι ικανός στην κολύμβηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κολυμβῶ] … Dictionary of Greek
ἀκολύμβοις — ἀκόλυμβος unable to swim masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολύμβους — ἀκόλυμβος unable to swim masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκόλυμβοι — ἀκόλυμβος unable to swim masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλυμβος — (Colymbus). Γένος μεμβρανοπόδων πτηνών της οικογένειας των κολυμβιδών, της τάξης των γαβιομόρφων. Τα πουλιά αυτά, γνωστά ως κολίμπριβουταναριές, είναι επιδέξιοι βουτηχτές και κολυμπούν με ευκολία στο νερό, ακόμα και κάτω από την επιφάνειά του.… … Dictionary of Greek